καλάθωσις

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάθωσις Medium diacritics: καλάθωσις Low diacritics: καλάθωσις Capitals: ΚΑΛΑΘΩΣΙΣ
Transliteration A: kaláthōsis Transliteration B: kalathōsis Transliteration C: kalathosis Beta Code: kala/qwsis

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ, A coffering of a ceiled roof, Gloss.; cf. καλαθίσκος 1.2.

Greek Monolingual

καλάθωσις, ἡ (Μ) καλαθώ
1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού
2. η ίδια η διακόσμηση της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους
3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή, ιδίως με γλυπτούς καλαθίσκους.