καταφθάνω

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθάνω Medium diacritics: καταφθάνω Low diacritics: καταφθάνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΑΝΩ
Transliteration A: kataphthánō Transliteration B: kataphthanō Transliteration C: katafthano Beta Code: katafqa/nw

English (LSJ)

[φθᾰ], A fall upon unawares, ἐπί τινα LXX Jd.20.42. II c. inf., κ. τεκεῖν bring forth a child first, BGU665 ii 14 (i A.D.): also c. acc., pay in advance, κατέφθακα ἀρτάβας ιβ POxy.1482.10 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταφθάνω: ἐπιπίπτω ἀπροσδοκήτως, ἐπί τινα Ἑβδ. (Ἰουδ. Κ', 32) · τινὰ Μαλαλ.

Greek Monolingual

και καταφτάνω (AM καταφθάνω, Μ και καταφθάζω και καταφτάνω)
νεοελλ.-μσν.
1. αφικνούμαι, φθάνω, έρχομαι
2. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον
3. φθάνω απροσδόκητα, ξαφνικά
4. φθάνω έγκαιρα
αρχ.
1. φθάνω ξαφνικά κάποιον και πέφτω επάνω του
2. προφταίνω να κάνω κάτι
3. (για πληρωμή ή δόση) δίνω προκαταβολικά.