καταστερισμός
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ὁ, A placing among the stars: Καταστερισμοί, οἱ, title of treatise on constellations by Hipparchus, Suid.; also of an extant work wrongly attributed to Eratosthenes; cf. Plin.Epp.5.17.1, Ps.-Alex.Aphr.in Metaph.833.2.
German (Pape)
[Seite 1381] ὁ, das unter die Sterne Versetzen, Sp.; Eratosthenes' Schrift Καταστερισμοί, über die Sternbilder u. die sie betreffenden Fabeln.
Greek (Liddell-Scott)
καταστερισμός: ὁ, τὸ κατατάσσειν μεταξὺ τῶν ἀστέρων·― Καταστερισμοί, εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ἐρατοσθένη καὶ περιέχοντος τοὺς μύθους τῶν διαφόρων ἀστερισμῶν.
Greek Monolingual
ο (Α καταστερισμός) καταστερίζω
η κατάταξη, η τοποθέτηση μεταξύ τών αστέρων, καταστέριση
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταστερισμοί
α) τίτλος συγγράμματος του Ιππάρχου περί αστερισμών
β) τίτλος συγγράμματος που αποδίδεται στον Ερατοσθένη και περιέχει τους μύθους τών διαφόρων αστερισμών.