κοινόδημος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον, A common to the people, public, πανήγυρις Ph.1.678.
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinsam, öffentlich, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόδημος: -ον, κοινὸς τῷ λαῷ, δημόσιος, πανήγυρις Φίλων 1. 678.
Greek Monolingual
κοινόδημος, -ον (Α)
πάνδημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δῆμος (πρβλ. αλλό-δημος, ευθύ-δημος)].