λυσσόδηκτος

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A bitten by a mad dog, Dsc.1.100 (interpol.), Gp.12.17.14, Herasap.Gal.13.431, M.Ant.6.57, Damocr. ap. Aët.15.14.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ λυσσῶντος κυνός, Γεωπ. 12. 17, 14.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσσόδηκτος, -ον)
αυτός που τον δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό-δηκτος].