μεγαλόφλεβος

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφλεβος Medium diacritics: μεγαλόφλεβος Low diacritics: μεγαλόφλεβος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: megalóphlebos Transliteration B: megalophlebos Transliteration C: megaloflevos Beta Code: megalo/flebos

English (LSJ)

ον, A large-veined, Arist.PA667a30.

German (Pape)

[Seite 108] mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30.

Greek Monolingual

μεγαλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό-φλεβος].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφλεβος: имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.