μελιτώδης

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτώδης Medium diacritics: μελιτώδης Low diacritics: μελιτώδης Capitals: ΜΕΛΙΤΩΔΗΣ
Transliteration A: melitṓdēs Transliteration B: melitōdēs Transliteration C: melitodis Beta Code: melitw/dhs

English (LSJ)

ες, A like honey, χυμός Thphr.CP6.9.2, Plu. 2.628c; τὰ γλυκέα καὶ τὰ μ. Luc.Vit.Auct.19; also, of Persephone, Theoc.15.94, Porph.Antr.18.

German (Pape)

[Seite 125] ες, = μελιτοειδής, bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μέλι· ὡσαύτως ὄνομα τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble au miel.
Étymologie: μέλι, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM μελιτώδης, -ῶδες) μέλι
αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος
μσν.
παχύρρευστος σαν το μέλι
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες
προσωνυμία της Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.

Greek Monotonic

μελῐτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με μέλι· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελῐτώδης: подобный меду, медовый Arst., Plut. etc.

Middle Liddell

μελῐτ-ώδης, ες εἶδος
like honey: a name of Persephone, Lat. Mellita, Theocr.