περίστομος

From LSJ
Revision as of 19:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστομος Medium diacritics: περίστομος Low diacritics: περίστομος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: perístomos Transliteration B: peristomos Transliteration C: peristomos Beta Code: peri/stomos

English (LSJ)

ον, A presenting a front all round, τετράπλευρον Ascl. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 594] rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

περίστομος: -ον, (στόμα) ὁ παρουσιάζων πανταχόθεν στόμα ἤτοι μέτωπον, ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από παντού στόματα
2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].