πολυμύελος
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ον, A with much marrow, ὀστέα Hp.Fract.35.
German (Pape)
[Seite 667] von od. mit vielem Marke, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμύελος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν μυελόν, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 774.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για οστό) αυτός που περιέχει πολύ μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυελός (πρβλ. α-μύελος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμύελος -ον [πολύς, μυελός] veel merg bevattend:. ὀστέα botten Hp. Fract. 35.