πονηροδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηροδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: πονηροδιδάσκαλος Low diacritics: πονηροδιδάσκαλος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: ponērodidáskalos Transliteration B: ponērodidaskalos Transliteration C: ponirodidaskalos Beta Code: ponhrodida/skalos

English (LSJ)

ον, A teaching wickedness, Str.7.3.8.

German (Pape)

[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδο-διδάσκαλος)].

Greek Monotonic

πονηροδῐδάσκαλος: -ον, αυτός που εθίζει στη μοχθηρία, που διδάσκει το κακό, σε Στράβ.

Middle Liddell

πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,
teaching wickedness, Strab.