προβιβρώσκω

Revision as of 21:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A eat first, ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2:— Pass., προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45, cf. 1.125.

German (Pape)

[Seite 711] (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβιβρώσκω: βιβρώσκω, καταβροχθίζω πρότερον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 2.

Greek Monolingual

Α
καταβροχθίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβρώσκω «τρώγω»].