προσεκπέμπω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A send away besides, X.Cyr.5.3.24.
German (Pape)
[Seite 758] noch dazu herausschicken, entlassen, Xen. Cyr. 5, 3, 24 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκπέμπω: ἐκπέμπω προσέτι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24.
French (Bailly abrégé)
envoyer en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐκπέμπω.
Greek Monolingual
ΜΑ
εκπέμπω, αποστέλλω επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», Ξεν.).
Greek Monotonic
προσεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά κάτι επιπλέον, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εκπέμπω ook nog uitzenden.
Russian (Dvoretsky)
προσεκπέμπω: сверх того высылать (τινά Xen.).