προσσυλλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 22:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυλλαμβάνω Medium diacritics: προσσυλλαμβάνω Low diacritics: προσσυλλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prossyllambánō Transliteration B: prossyllambanō Transliteration C: prossyllamvano Beta Code: prossullamba/nw

English (LSJ)

A join or add to, Porph.in Ptol.192:—Med., take part in besides, contribute to, προσξυνελάβοντο . . τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες Th. 3.36 (v.l. -εβάλετο); help to confirm, λόγου D.C.43.47.

Greek Monolingual

Α
1. συνάπτω κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτω
2. μέσ. προσσυλλαμβάνομαι
α) συμβάλλω, συντελώ σε κάτι επιπροσθέτως
β) συμβάλλω στη βεβαίωση («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).