πρωτοδιάκονος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, A first deacon, Supp.Epigr.6.243 (Phrygia, v A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὁ πρῶτος διάκονος, ἢ ἀρχιδιάκονος, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 81, Συλλ. Ἐπιγρ. 8737· - Ὡς ἐπίθετ. ἀναφέρεται εἰς τὸν Ἅγιον Στέφανον, Ψευδοβασίλ. ΙΙΙ, 1641C, Σύγκελλ. 623, 10.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο πρώτος διάκονος, ο αρχιδιάκονος
μσν.
προσωνυμία του αγίου Στεφάνου.