πρόσριζος

Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A at the root, v.l. for πρόρριζος in Arist.HA616a2 and App.Fr.11.

German (Pape)

[Seite 779] an der Wurzel, Arist. H. A. 9, 13, auch als v. l. von πρόριζος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσριζος: -ον, ὁ πρὸς τὴν ῥίζαν, διάφ. γραφ. ἀντὶ πρόρριζος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ρίζος (< ῥίζα)].

Russian (Dvoretsky)

πρόσριζος: Arst. = πρόρριζος.