σαυκός
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ή, όν, A dry (Syrac.), Hsch. σαυκρός, ά, όν,= ἁβρός, and σαυκρόπους, ὁ, ἡ,= ἁβρόπους, Id.
German (Pape)
[Seite 865] leicht zu zerreiben, dah. dürr, trocken, ein syrakus. Wort, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σαυκός: ή, όν ξηρός, λέξις Συρακοσία, «σαυκὸν· ξηρὸν Συρακόσιοι» Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει σαυχμὸς καὶ σαχνὸς = «χαῦνος, σαθρός, ἀσθενής».