στρατεύσιμος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ον, A fit for military service, serviceable, ἡλικία X.HG6.5.12, J.AJ2.15.1; σ. ἔτη X.Cyr.1.2.4; οἱ σ. Plb.6.19.6: Subst. -εύσιμον, τό, payment in lieu of military service, PMonac. 1.54 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 951] zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡλικία Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre au service militaire.
Étymologie: στρατεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο / στρατεύσιμος, -ον, ΝΑ στράτευσις
1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος
(για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
νεοελλ.
(νομ.) ο υποκείμενος σε στράτευση κατά τις διατάξεις του περί στρατολογίας νόμου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στρατεύσιμον
α) στρατιωτικός μισθός
β) πληρωμή για εξαγορά της στρατιωτικής θητείας.
Greek Monotonic
στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος, ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, στρατεύσιμος, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατεύσιμος -ον [στρατεύω] geschikt voor het leger, weerbaar.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτεύσῐμος: годный для военной службы, способный носить оружие (ἡλικία, ἔτη Xen.; sc. ἄνδρες Polyb.).
Middle Liddell
στρᾰτεύσιμος, ον,
fit for service, serviceable, Xen.