παυσανίας

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσᾰνίας Medium diacritics: παυσανίας Low diacritics: παυσανίας Capitals: ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ
Transliteration A: pausanías Transliteration B: pausanias Transliteration C: pafsanias Beta Code: pausani/as

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, A allayer of sorrow, S.Fr.887 (ubi leg. π. κάκ' Ἀτρειδᾶν allaying the sorrows of the A.).

German (Pape)

[Seite 538] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

παυσᾰνίας: -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ λυσανίας, Σοφ. Ἀποσπ. 765.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την υπηρεσία του
αρχ.
αυτός που καταπαύει, σταματάει τη λύπη, που ανακουφίζει τη θλίψηπαυσανίας κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἀνία, πρβλ. λυσ-ανίας].

Russian (Dvoretsky)

παυσᾰνίας: ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph.