συμπαρακατακλίνω

Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], A make to lie beside, τινά τινι D.C.60.18.

German (Pape)

[Seite 984] mit daneben od. zusammen im Bett od. am Tische liegen lassen, D. Cass. 60, 18.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»].