τηκόλιθος

From LSJ
Revision as of 12:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκόλῐθος Medium diacritics: τηκόλιθος Low diacritics: τηκόλιθος Capitals: ΤΗΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: tēkólithos Transliteration B: tēkolithos Transliteration C: tikolithos Beta Code: thko/liqos

English (LSJ)

ον, A dissolving stones, of a remedy for the stone, Plin. HN36.143, Aët.12.64, Paul.Aeg.3.45. II a gem, Plin.HN37.184.

Greek (Liddell-Scott)

τηκόλῐθος: -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, φάρμακον θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ τηκόλιθος, λίθος ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
(για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλό-λιθος)].