φιλοτέχνημα

From LSJ
Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτέχνημα Medium diacritics: φιλοτέχνημα Low diacritics: φιλοτέχνημα Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: philotéchnēma Transliteration B: philotechnēma Transliteration C: filotechnima Beta Code: filote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).