φρόνησις

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόνησις Medium diacritics: φρόνησις Low diacritics: φρόνησις Capitals: ΦΡΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: phrónēsis Transliteration B: phronēsis Transliteration C: fronisis Beta Code: fro/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A purpose, intention, S.OT664 (lyr.); φρόνησιν λαβεῖν λῴω ἡμῖν Id.Ph.1078. 2 thought, ἰδία φ., opp. λόγος ξυνός, Heraclit. 2; φ. ἔχειν Emp.110.10, cf. Arist.Metaph. 1009b18. 3 sense, εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Isoc.14.61. 4 judgment, κατὰ τὴν ἰδίαν φ. οὐδεὶς εὐτυχεῖ Men. Mon.306. 5 arrogance, pride, E.Supp.216; also in good sense, τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν just pride, Id.Fr. 739. II practical wisdom, prudence in government and affairs, Pl. Smp.209a, Arist.EN1140a24, 1141b23, Isoc.12.204,217, Plu.2.97e, etc.; φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φ. Epicur.Ep.3p.64U.: opp. ἀμαθία, Pl.Smp.202a; opp. σῶμα, Id.R.461a; opp. ῥώμη, Isoc.1.6; φρόνησιν ἀσκεῖν X.Mem.1.2.10, Isoc.1.40, cf. 15.209: pl., ἡδοναὶ καὶ φρονήσεις Pl.Phlb.63a; ἡλικίαι καὶ φ. Id.Lg.665d; also attributed to sagacious animals, Arist.GA753a12, HA608a15. III Pythag. name for three, Theol.Ar.14.

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, das Denken, der Verstand, die Klugheit, Einsicht; Soph. φρόνησιν εἰ τάνδ' ἔχω O. R. 664; λαβεῖν Phil. 1067; Eur. Suppl. 228; nach Arist. eth. 6, 5,4 ἕξις ἀληθὴς μετὰ λόγου πρακτικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά; Plat. vrbdt φρόνησις καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς, Phil. 13 e; Ggstz ἀμαθία, Conv. 202 c, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

φρόνησις: -εως, ἡ, τὸ διανοεῖσθαι πρᾶξαί τι, πρόθεσις, σκοπός, σκέψις, φρόνησιν εἰ τάνδ’ ἔχω Σοφ. Ο. Τ. 664· χοὖτος τάχ’ ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι λῴω τιν’ ἡμῖν, καὶ οὗτος ἴσως ἐν τῷ μεταξὺ ἔλθῃ εἰς καλλιτέραν σκέψιν περὶ ἡμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1078. 2) αἴσθησις περί τινος, εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φρ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Ἰσοκρ 308Β. 3) ἀλαζονεία, ὑπερηφανία, Εὐρ. Ἱκέτ. 162· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῇς σημασίας, τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν, δίκαιον φρόνημα, δικαίαν ὑπερηφανίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 739. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, σύνεσις, «φρονιμάδα», αὕτη δὲ εἶναιἀρετὴ ἡ ἀναγκαία ἐν τῇ κυβερνήσει τῶν ἀνθρώπων και τῇ διοικήσει τῶν πραγμάτων, φρόνησίν τε καὶ ἄλλην ἀρετὴν Πλάτ. Συμπ. 209Α· λείπεται ἄρα αὐτὴν (δηλ. τὴν φρόνησιν) εἶναι ἕξιν ἀληθῆ μετὰ λόγου πρακτικὴν περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5 καὶ 8 κἑξ., Ἰσοκρ. 275D, 278Β, Πλούτ. 2. 97Ε, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀμαθία Πλάτ. Συμπ. 202Α· πρὸς τὸ σῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Α· πρὸς τὸ ῥώμη, Ἰσοκρ. 3C, τὴν φρόν. ἀσκεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 10, Ἰσοκρ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Φίληβ. 63Α, Νόμ. 665D. 2) ἀποδίδοται καὶ εἰς τὰ εὐφυΐαν τινὰ δεικνύοντα ζῷα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 1, καὶ ἴδε φρόνιμος ΙΙ. 3. ― Ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 411D ἡ φρόνησις ὁρίζεται: «δύναμις ποιητικὴ καθ’ αὐτὴν τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας, ἐπιστήμη ἀγαθῶν καὶ κακῶν· ἐπιστήμη ποιητικὴ εὐδαιμονίας· διάθεσις, καθ’ ἣν κρίνομεν, τί πρακτέον καὶ τί οὐ πρακτέον».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. en gén. action de penser, d’où
1 pensée, dessein;
2 perception par l’intelligence, sentiment, intelligence d’une chose;
II. 1 intelligence raisonnable, raison, sagesse ; sagacité;
2 intelligence ou sagesse divine.
Étymologie: φρονέω.

English (Strong)

from φρονέω; mental action or activity, i.e. intellectual or moral insight: prudence, wisdom.

English (Thayer)

φρονήσεως, ἡ (φρονέω), understanding: joined with σοφία (as Theod.; ἡ σοφία ἀνδρί τίκτει φρόνησιν, A. V. prudence; see σοφία, at the end); specifically, knowledcje and holy love of the will of God (A. V. wisdom), Sept. for בִּינָה, תְּבוּנָה, חָכְמָה; used variously by Greek writers from Sophocles and Euripides down).

Greek Monotonic

φρόνησις: -εως, ἡ (φρονέω
I. 1. σκέψη να κάνω κάτι, σκοπός, πρόθεση, σε Σοφ.
2. αλαζονεία, σε Ευρ.
II. φρονιμάδα, σύνεση, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φρόνησις: εως ἡ
1) здравый смысл, рассудительность, ум Xen., Plat., Arst., Plut.: ἡ δικαιοσύνη ἡ περὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ φ. ἡ περὶ τὰς ἄλλας πράξεις Isocr. справедливость по отношению к людям и рассудительность в остальном; τὰ μάλιστα κοινωνοῦντα φρονήσεως (ζῷα) Arst. животные, одаренные наибольшим умом;
2) восприятие, чувство, понимание (τῶν γιγνομένων Isocr.);
3) мысль, намерение, решение: φρόνησίν τινα λῴω λαβεῖν Soph. принять какое-л. лучшее решение;
4) гордость: ἔχειν φρόνησιν ἀξίωμά τε Eur. быть делом гордости и чести;
5) высокомерие, кичливость Eur.;
6) pl. умственная деятельность, ученые занятия Plat.

Middle Liddell

φρόνησις, εως, φρονέω
I. a minding to do so and so, purpose, intention, Soph.
2. arrogance, Eur.
II. thoughtfulness, prudence, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:frÒnhsij 弗羅尼西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:意向 相當於: (חָכְמָה‎)
字義溯源:智力行為或活動,(意即)聰明,智慧,意思,悟性,思路,意向,意欲,判斷;源自(φρονέω)=想著),而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思,悟性)
同源字:1) (φρονέω)想著 2) (φρόνημα)意欲 3) (φρόνησις)智力行為 4) (φρόνιμος)深思的 5) (φρονίμως)聰明地
出現次數:總共(2);路(1);弗(1)
譯字彙編
1) 聰明(1) 弗1:8;
2) 智慧(1) 路1:17

English (Woodhouse)

cleverness, contemptuousness, feeling, intellect, intention, perception, pride, prudence, purpose, resolve, shrewdness, wisdom, breadth of view, good sense, in bad sense, in good sense, insight into, intellectual power, mental capacity, mental power, mental powers, mind, presence of mind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)