χρυσεόστολμος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ον, A decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ornements d’or.
Étymologie: χρυσός, στολή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) χρυσεόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + στολμός «στολή, ενδυμασία»].
Greek Monotonic
χρῡσεόστολμος: -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεόστολμος: украшенный золотом (δόμοι Aesch.).