ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Full diacritics: ψῑλόπλευρον | Medium diacritics: ψιλόπλευρον | Low diacritics: ψιλόπλευρον | Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ |
Transliteration A: psilópleuron | Transliteration B: psilopleuron | Transliteration C: psiloplevron | Beta Code: yilo/pleuron |
τό, = A armus, ofella, ofla, Gloss.
τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].