ἀπεμφερής
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: ἀπεμφερής | Medium diacritics: ἀπεμφερής | Low diacritics: απεμφερής | Capitals: ΑΠΕΜΦΕΡΗΣ |
Transliteration A: apempherḗs | Transliteration B: apempherēs | Transliteration C: apemferis | Beta Code: a)pemferh/s |
ές, A unlike, Thphr.HP8.8.5.
[Seite 286] ές, unähnlich, Theophr.
ἀπεμφερής: -ες, ὁ μὴ ἐμφερής, ἀνόμοιος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 8, 5.
-ές
diferente τὸ αἱμόδωρον μονόκαυλον οὐκ ἀπεμφερὲς τῷ καυλῷ Thphr.HP 8.8.5.
ἀπεμφερής (-οῡς), -ές (Α) εμφερής
ο ανόμοιος.