ἐκκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 01:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαθεύδω Medium diacritics: ἐκκαθεύδω Low diacritics: εκκαθεύδω Capitals: ΕΚΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: ekkatheúdō Transliteration B: ekkatheudō Transliteration C: ekkatheydo Beta Code: e)kkaqeu/dw

English (LSJ)

A sleep out of one's quarters, X.HG2.4.24.

German (Pape)

[Seite 761] (s. εὕδω), draußen schlafen, d. i. Nachtwache halten, ἐξεκάθευδον Xen. Hell. 2, 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι ἔξω τῆς συνήθους διαμονῆς μου, ἔξω τῆς κατοικίας μου, ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 24.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξεκάθευδον;
passer la nuit à veiller.
Étymologie: ἐκ, καθεύδω.

Spanish (DGE)

dormir fuera, a la intemperie ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ X.HG 2.4.24.

Greek Monolingual

ἐκκαθεύδω (Α)
κοιμάμαι έξω από το σπίτι μου ή τη συνηθισμένη μου διαμονή.

Greek Monotonic

ἐκκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι έξω απ' το συνηθισμένο μου κατάλυμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -ευδήσω
to sleep out of one's quarters, Xen.