ἐρευθής
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ές, A = ἐρευθήεις, ὕδωρ Str.16.4.20 ; σελήνη Arat.784, cf. Opp.C.3.94.
German (Pape)
[Seite 1026] ές, roth, Arat. 784; Opp. C. 3, 94.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθής: -ές, = ἐρευθήεις, Στράβ. 779, Ἄρατ. 784, Ὀππ. Κυν. 3. 94.
Greek Monolingual
ἐρευθής, -ές και ἐρευθήεις, -εσσα, -εν (Α) έρευθος
ερυθρός, κόκκινος.