ἔκκλυσμα

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκλυσμα Medium diacritics: ἔκκλυσμα Low diacritics: έκκλυσμα Capitals: ΕΚΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: ékklysma Transliteration B: ekklysma Transliteration C: ekklysma Beta Code: e)/kklusma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is washed away, τὸ τῆς ἡδονῆς ἔ. Plu.2.1089b ; that which is washed up, produce of the sea, of purple dye, Zos.Alch.p.164

German (Pape)

[Seite 764] τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκλυσμα: τό, τὸ ἐκπλυνόμενον, ἀπόπλυμα, Πλούτ. 2. 1089Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lavure.
Étymologie: ἐκκλύζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo arrojado por el mar a la playa δεῖ δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (sic) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15
fig. residuo τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.

Greek Monolingual

ἔκκλυσμα, το (Α)
1. απόπλυμα
2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκλυσμα: ατος τό pl. помои, нечистоты, грязь Plut.