ὁμαιμότης
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ητος, ἡ, A blood-relationship, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιμότης: -ητος, ἡ, συγγένεια ἐξ αἵματος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁμαιμότης, ἡ (Α) όμαιμος
(ποιητ. τ.) η ομαιμοσύνη.