ὁμόφοιτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφοιτος Medium diacritics: ὁμόφοιτος Low diacritics: ομόφοιτος Capitals: ΟΜΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: homóphoitos Transliteration B: homophoitos Transliteration C: omofoitos Beta Code: o(mo/foitos

English (LSJ)

ον, A going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn.D.5.122, etc.

German (Pape)

[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va d’ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.

English (Slater)

ὁμόφοιτος, -ον
   1 fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)

Greek Monolingual

ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ-φοιτος].

Greek Monotonic

ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφοιτος: идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).

Middle Liddell

ὁμό-φοιτος, ον, φοιτάω
going by the side of another, c. gen., Pind.