ὕλαγμα
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A bark or yelp of a dog, κυνῶν ὑλάγματα E.IT 293: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν, of angry words, A.Ag.1631, cf. 1672 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕλαγμα: [ῠ], τὸ γαύγυσμα κυνός, κυνῶν ὑλάγματα Εὐρ. Ι. Τ. 293· μεταφορ., νηπίοις ὑλάγμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1631, πρβλ. 1672.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.
Greek Monotonic
ὕλαγμα: [ῠ], -ατος, τό (ὑλάω), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., νηπίοις ὑλάγμασιν, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὕλαγμα: ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню.
Middle Liddell
ὕ˘λαγμα, ατος, τό, ὑλάω
the bark of a dog, Eur.: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν with idle snarlings, Aesch.