ὠκυμάχος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμάχος Medium diacritics: ὠκυμάχος Low diacritics: ωκυμάχος Capitals: ΩΚΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ōkymáchos Transliteration B: ōkymachos Transliteration C: okymachos Beta Code: w)kuma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A quick to fight, AP6.132 (Nossis).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυμάχος: -ον, ὁ ὠκέως, ταχέως μαχόμενος, Ἀνθ. Παλατ. 6.132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: ὠκύς, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται ένθερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος].

Greek Monotonic

ὠκυμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται γρήγορα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠμάχος: стремительный в сражении, воинственный (Λοκροί Anth.).

Middle Liddell

ὠκῠ-μάχος, ον, μάχομαι
quick to fight, Anth.