οἰκοδομητός

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητός Medium diacritics: οἰκοδομητός Low diacritics: οικοδομητός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: oikodomētós Transliteration B: oikodomētos Transliteration C: oikodomitos Beta Code: oi)kodomhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A built, Str.3.3.7, 8.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).

Greek Monotonic

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, σε Στράβ.