πεζομάχης
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A = πεζομάχος, ἄνδρες Pi.P.2.65.
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, = πεζομάχος, Pind. P. 2, 65.
Greek (Liddell-Scott)
πεζομάχης: -ου, ὁ, = πεζομάχος, Πινδ. Π. 2. 121.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που μάχεται πεζός, ο πεζομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. ευθυ-μάχης].
Greek Monotonic
πεζομάχης: -ου, ὁ, = πεζομάχος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πεζομάχης: дор. Pind. πεζομάχᾱς, α ὁ = πεζομάχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζομάχης -ου, ὁ, zie πεζόμαχος.
Middle Liddell
πεζο-μάχης, ου, ὁ, = πεζομάχος, Pind.]