βοσκάδιος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, A foddered, fatted, χήν Nic.Al.228.
German (Pape)
[Seite 454] geweidet, χήν Nic. Al. 228.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκάδιος: -α, -ον, τεθραμμένος, παχύς, χὴν Νικ. Ἀλ. 228.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que pasta libremente, criado en el campo χήν Nic.Al.228.
Greek Monolingual
βοσκάδιος, -α, -ον (Α) βοσκάς
καλοθρεμμένος, παχύς.