γαλακτίζω
English (LSJ)
A to be milky in appearance, Dsc.2.144, 175. 2 form a milky way, Phlp.in Mete.117.20.
Spanish (DGE)
1 ser blanco como la leche Dsc.2.144, 175.
2 dejar una estela blanca como la leche Phlp.in Mete.117.20.
3 de pers. ser amamantado Ph.1.660 (var.).
German (Pape)
[Seite 470] milchweiß sein, Philo; – pass., gesäugt werden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) γάλα
νεοελλ.
ασβεστώνω, ασπρίζω
αρχ.-μσν.
τρέφω με γάλα
αρχ.
1. είμαι λευκός σαν το γάλα
2. διαγράφω τροχιά σαν του Γαλαξία.