γλυκύχυλος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ον, with sweet juices, Hp.Ep.16, Xenoc.24,30.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύχῡλος: -ον, ὁ ἔχων γλυκὺν χυλὸν ἢ χυμόν, Ἱππ. 1278. 44, Ξενοκρ. Matthaei Med. σ. 21.
Spanish (DGE)
-ον
que da dulce jugo βοτάναι Hp.Ep.16, ἔλλοψ Xenocr.10, λάβραξ Xenocr.13.
Greek Monolingual
γλυκύχυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκούς χυμούς.