Κίλισσα
English (LSJ)
[ῐ], ης, ἡ,
A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362.
2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.
Greek Monolingual
Κίλισσα, η (Α)
1. θηλ. του Κίλιξ
2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» — πλοία της Κιλικίας (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κίλικ-υă < θ. Κίλικ- του Κίλιξ, -ικος) + επίθημα -ya (πρβλ. Φοίνισσα < Φοίνικ-ya)].
Russian (Dvoretsky)
Κίλισσα:
I ἡ киликиянка Aesch., Xen.
II adj. f киликийская (νῆες Her.).