διαπόρφυρος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, A shot with purple, ἄνθη Dsc.1.11; ἐσθάς Melissa Ep.1.
German (Pape)
[Seite 597] mit Purpur untermischt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρφῠρος: -ον, ἀνάμικτος μὲ πορφύραν, ὑποπόρφυρος, Διοσκ. 1. 10, Μέλισσα (Gale’s Opusc. σ. 749).
Spanish (DGE)
-ον
de color púrpura, teñido de púrpura de un vestido, Pythag.Ep.3.1, de plantas ἄνθη ... διαπόρφυρα Dsc.1.11, δρακόντιον ... διαπόρφυρον τοῖς σπίλοις Dsc.2.166, cf. Orib.11.δ.11.