διαχάζομαι
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A withdraw, X.Cyr.7.1.31; cf. διχάζω ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάζομαι: ἀποθετ., ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31· πρβλ. διχάζω ΙΙ.
Spanish (DGE)
abrirse paso X.Cyr.7.1.31.
Greek Monolingual
διαχάζομαι (Α)
υποχωρώ, αποσύρομαι.
Greek Monotonic
διαχάζομαι: αποθ., αποσύρω, υποχωρώ, νικιέμαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
Dep. to withdraw, Xen.