δικτυόομαι
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
Pass., A to be wrought in net-work, LXX 3 Ki.7.18(6). II to be caught in a net, Babr.107.11.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυόομαι: κατασκευάζομαι δικτυοειδῶς, Ἑβδ. (3 Βασιλ. ζ΄, 18), Εὐστ. ΙΙ. συλλαμβάνομαι ἐν δικτύῳ, Βάβρ. 107. 11.
Greek Monotonic
δικτυόομαι: Παθ., πιάνομαι στο δίχτυ, σε Βάβρ.
Middle Liddell
Pass. to be caught in a net, Babr.