διφθέρωμα
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ατος, τό, = διφθέρα, Thd.Is.8.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel para escribir, pergamino Thd.Is.8.1, dud. en PSI 953.49 (VI d.C.) en BL 9.318 (pero v. διφθέριον).