δορυδρέπανον

From LSJ
Revision as of 23:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορυδρέπᾰνον Medium diacritics: δορυδρέπανον Low diacritics: δορυδρέπανον Capitals: ΔΟΡΥΔΡΕΠΑΝΟΝ
Transliteration A: dorydrépanon Transliteration B: dorydrepanon Transliteration C: dorydrepanon Beta Code: dorudre/panon

English (LSJ)

τό, a kind of halbert, Pl.La.183d; esp. a large kind used for cutting off halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, for pulling down battlements, Plb.21.27.4.

German (Pape)

[Seite 659] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.

Greek (Liddell-Scott)

δορυδρέπᾰνον: τό, λογχοδρέπανον, δόρυ ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον ὅπλον, ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, ὅπως συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hallebarde (arme défensive en cas de siège ou de bataille navale).
Étymologie: δόρυ, δρέπανον.

Spanish (DGE)

(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό
milit., especie de alabarda o hacha de abordaje usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.La.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4
tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4
en sent. humorístico AP 11.89 (Lucill.).

Greek Monolingual

δορυδρέπανον, το (Α)
1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό
2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ' αυτό.

Greek Monotonic

δορυδρέπᾰνον: τό, είδος δόρατος με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δορυδρέπᾰνον: τό копье с серповидным наконечником Plat., Polyb.

Middle Liddell

δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, n
a kind of halbert, Plat.