εὐδιάφθαρτος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A easily spoiled, Pl.Lg.845d.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάφθαρτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νομ. 845D.
Greek Monolingual
εὐδιάφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθαρτος, δυσ-διάφθαρτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάφθαρτος: Plat. = εὐδιάφθορος.