εὐήρυτος

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήρῠτος Medium diacritics: εὐήρυτος Low diacritics: ευήρυτος Capitals: ΕΥΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: euḗrytos Transliteration B: euērytos Transliteration C: evirytos Beta Code: eu)h/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω A) A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).

Middle Liddell

εὐ-ήρῠτος, ον ἀρύω
easy to draw out, Hhymn.