εὐδιάσπαστος

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάσπαστος Medium diacritics: εὐδιάσπαστος Low diacritics: ευδιάσπαστος Capitals: ΕΥΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiáspastos Transliteration B: eudiaspastos Transliteration C: evdiaspastos Beta Code: eu)dia/spastos

English (LSJ)

ον, A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.

Greek Monolingual

εὐδιάσπαστος, -ον (Α)
αυτός που διασπάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. αδιάσπαστος, δυσδιάσπαστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάσπαστος: легко разрываемый, легко разрушаемый (χάραξ Polyb.).