θέριστρον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό,= θερίστριον (light summer garment), LXXGe.24.65, al., PPetr.1p.37 (iii B.C.), AP6.254 (Myrin.), Ph.1.666. II sickle, LXX 1 Ki.13.20(v.l.).
German (Pape)
[Seite 1201] τό, das Sommerkleid, ein leichtes, schleierartiges Kopftuch, Theocr. 15, 69, vgl. Myrin. 2 (VI, 254) τἀκ κόκκου βαφθέντα καὶ ὑσγίνοιο θέριστρα; Eubul. bei Schol. Il. 16, 234 u. Sp. – Bei LXX. = θεριστήριον.
Greek (Liddell-Scott)
θέριστρον: τό, = τῷ προηγ., Ἀλκαῖος 4, Ἀνθ. Π. 6. 254, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 65, ΛΗ΄, 14) Φίλων 1. 666.
Greek Monolingual
θέριστρον, το (Α)
1. το θερίστριον
2. δρεπάνι, θεριστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. άρο-τρον, ζύγασ-τρον)].
Russian (Dvoretsky)
θέριστρον: τό Anth. = θερίστριον.