κατάλληλος
English (LSJ)
ον, A set over against one another, correspondent, πόροι Arist.Pr.905b8, cf. Thphr.CP6.9.2; φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ [τὰ παιδία] Arist.Pr.902a11; γλῶσσα κ. τῷ στόματι Artem.1.32, cf. Str.2.1.29; κ. κεῖσθαι to be parallel, of lines, S.E.M.3.100; τὰ κ. the corresponding states, Id.P.1.238; κ. λόγος D.H.Th.37; τὸ κ. τῆς διανοίας ib.31; φαντασίαι δόγμασι κ. M.Ant.7.2; τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D.C. 71.1. 2 appropriate, κ. καὶ κατὰ φύσιν Arr.Epict.1.9.9, cf. Zos.4.53; πρὸς ὑγίειαν M.Ant.5.8. Adv. -λως, κ. λέγεσθαι prob. f.l. for κατ' ἀλλήλων, Arist.Metaph.1041a33, cf. Stoic.3.42; κ. τῇ φύσει Arr. Epict.1.22.9. 3 Gramm., rightly constructed, congruent, A.D. Synt.4.3, al.; also, well-arranged, in good order, of the text of Aristotle, Alex.Aphr.in Metaph.172.13 (Comp.). Adv. Comp. -ότερον ib. 37.20. II one after another, in succession, neut. pl. κατάλληλα, as Adv., Plb.3.5.6, 5.31.5; in a row, ἑπτὰ κεφαλὰς κ. J.AJ3.6.7; ληφθέντα κατάλληλα taken in corresponding order, Euc.5.4.
German (Pape)
[Seite 1361] gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλληλος: -ον, ὁ κείμενος ἀπέναντι τοῦ ἄλλου, ἀντίστοιχος, ἀρμόδιος, πόροι «(ἀντιτιθέμενοι τοῖς παραλλάττουσιν) Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 3, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 2· φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ τὰ παιδία Ἀριστ. Προβλ. 11. 27, 2· γλῶσσα σύμμετρος καὶ κ. τῷ στόματι Ἀρτεμίδ. 1. 32· κ. λόγος Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37· τὸ κ. τῆς διανοῖας αὐτόθι 31· τὸ κ. τῆς συντάξεως Ἀπολλών. τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος Δίων Κ. 71. 1, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 177· μετ’ ἀπαρεμφ., «οὐ γὰρ κατάλληλον ζεούσῃ ἡλικία τῶν ὑγρῶν τὸ θερμότατον ἐπεγχεῖν» ὁ αὐτ. 178· ἐρώτημα κατάλληλόν τινι ὁ αὐτ. 939·- Ἐπίρρ. -λως, κ. λέγεσθαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 17, 6· κ. τῇ φύσει Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22, 9. ΙΙ. ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, κατ’ οὐδ. πληθ. κατάλληλα ὡς ἐπίρ., «τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις», ἐν σειρᾷ καὶ ἐν τάξει, Πολύβ. 3. 5, 6., 5. 31, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάλληλος, -ον)
αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση»)
αρχ.
1. ο αντίστοιχος
2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος
3. (για το κείμενο του Αριστοτ.) καλά διατεταγμένος.
επίρρ...
καταλλήλως και κατάλληλα (AM καταλλήλως και κατάλληλα)
με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα, προσηκόντως
αρχ.
1. σε αντίστοιχη σειρά, σε τάξη
2. διαδοχικά
3. κατά σειρά
4. (το υπερθ.) καταλληλότερον
ορθοεπέστερα, ακόμη πιο σωστά διατυπωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ’ αλλήλους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άλληλος -ον parallel.