κατάχολος

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχολος Medium diacritics: κατάχολος Low diacritics: κατάχολος Capitals: ΚΑΤΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: katácholos Transliteration B: katacholos Transliteration C: katacholos Beta Code: kata/xolos

English (LSJ)

ον, A very bilious, ὑποχωρήματα Hp.Epid.7.14, cf.Aët.8.74.

German (Pape)

[Seite 1391] sehr gallig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, Ἱππ. 1215C.

Greek Monolingual

κατάχολος, -ον (Α)
γεμάτος χολή, χολώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χολος (< χόλος «χολή, οργή»), πρβλ. διά-χολος, περί-χολος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχολος -ον [κατά, χολή] met veel gal.