καταπόρφυρος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ον, all-purple, Lyd.Mag.2.13.
German (Pape)
[Seite 1372] purpurn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόρφυρος: -ον, ἐντελῶς πορφυροῦς, Ἰω. Λυδ. π. Ἀξ. 2. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καταπόρφυρος, -ον)
κατακόκκινος, κόκκινος σαν τη φωτιά.